πρόσορμος

πρόσορμος
ὁ, Α
προσορμιστήριον*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ὅρμος (ΙΙ), πρβλ. ἔφ-ορμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρόσορμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσόρμους — πρόσορμος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσορμον — πρόσορμος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσορμώ — (I) προσορμῶ, έω, ΝΑ [πρόσορμος] (αμτβ.) εισέρχομαι σε όρμο για αγκυροβόληση, προσορμίζομαι, αγκυροβολώ νεοελλ. είμαι αγκυροβολημένος σε όρμο. (II) άω, Α [ὁρμῶ (Ι)] ορμώ προς κάποιον ή κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”